ἐκεχειρία — ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc/acc dual ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκεχειρία — Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc/acc dual Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκεχειρίᾳ — Ἐκεχειρίᾱͅ , Ἐκεχειρίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκεχειρίᾳ — ἐκεχειρίαι , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκεχειρία — η 1. κατάπαυση εχθροπραξιών ύστερα από κοινή συμφωνία των εμπολέμων, ανακωχή. 2. μτφ., προσωρινή κατάπαυση πολιτικών ή άλλων ανταγωνισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκεχειρίας — ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc pl ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκεχειρίαι — ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκεχειρίαν — ἐκεχειρίᾱν , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκεχειρίας — Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem acc pl Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Экехейрия — (έκεχειρία) так называемый божий мир (букв. снятие оружия), возвещавшийся герольдами по всей Греции и обещавший всем лицам, отправлявшимся для участия в каких либо празднествах, полную безопасность. Э. была связана с исполнением национальных игр… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона