εκεχειρία

εκεχειρία
η (AM ἐκεχειρία)
η προσωρινή κατάπαυση εχθροπραξιών
αρχ.-μσν.
ανάπαυλα, ευκαιρία, διακοπή
αρχ.
1. άδεια, ελευθερία
2. ο χρόνος τής άδειας
3. αποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκεχειρία (δωρ. εκεχηρία), «σύνθετο εκ συναρπαγής» < έχειν χείρας, με ανομοίωση τών δύο δασέων και με επίθημα -ιᾱ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκεχειρία — ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc/acc dual ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρία — Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc/acc dual Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρίᾳ — Ἐκεχειρίᾱͅ , Ἐκεχειρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίᾳ — ἐκεχειρίαι , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεχειρία — η 1. κατάπαυση εχθροπραξιών ύστερα από κοινή συμφωνία των εμπολέμων, ανακωχή. 2. μτφ., προσωρινή κατάπαυση πολιτικών ή άλλων ανταγωνισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκεχειρίας — ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc pl ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίαι — ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίαν — ἐκεχειρίᾱν , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρίας — Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem acc pl Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экехейрия — (έκεχειρία) так называемый божий мир (букв. снятие оружия), возвещавшийся герольдами по всей Греции и обещавший всем лицам, отправлявшимся для участия в каких либо празднествах, полную безопасность. Э. была связана с исполнением национальных игр… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”